αλλόδοξος

αλλόδοξος
-η, -ο (Α ἀλλόδοξος, -ον) νεοελλ.
1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος
2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος
αρχ.
1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι
2. οπαδός άλλης σχολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + -δοξος < δόξα.
ΠΑΡ. αλλοδοξία, αλλοδοξώ (-έω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλλόδοξος — η, ο αυτός που ανήκει σε διαφορετικό θρησκευτικό χριστιανικό δόγμα από κάποιον άλλο, ο ετερόδοξος: Οι αλλόδοξοι στη χώρα μας (καθολικοί, διαμαρτυρόμενοι) είναι αναλογικά λίγοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλόδοξον — ἀλλόδοξος holding a different opinion masc/fem acc sg ἀλλόδοξος holding a different opinion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοδόξων — ἀλλόδοξος holding a different opinion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αλλοδοξώ — (Α ἀλλοδοξῶ, έω) [ἀλλόδοξος] νεοελλ. ανήκω σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι αλλόδοξος αρχ. νομίζω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, έχω σφαλερή αντίληψη για κάτι …   Dictionary of Greek

  • αλλοδοξία — η (Α ἀλλοδοξία) [ἀλλόδοξος] νεοελλ. το να ανήκει κανείς σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, η ετεροδοξία αρχ. σφαλερή γνώμη ή αντίληψη …   Dictionary of Greek

  • ετερόφρων — ον (ΑΜ ἑτερόφρων, ον) 1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος 2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος μσν. αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος 2. (για φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …   Dictionary of Greek

  • μισαλλόδοξος — η, ο 1. αυτός που μισεί τους αλλοθρήσκους 2. (κατ επέκτ.) αυτός που μισεί όσους έχουν διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές κ.ά. πεποιθήσεις από τις δικές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἀλλόδοξος «αλλόθρησκος, αυτός που έχει διαφορετική αντίληψη για… …   Dictionary of Greek

  • αλλοδοξία — η το να είναι κανείς αλλόδοξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”